σκελετά

σκελετά
σκελετός
dried up
neut nom/voc/acc pl
σκελετά̱ , σκελετός
dried up
fem nom/voc/acc dual
σκελετά̱ , σκελετός
dried up
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκελετά — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «σκίλλα». (II) τα, Ν βλ. σκελετός …   Dictionary of Greek

  • σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”